αμπουγάδιαστος

αμπουγάδιαστος
–η, -ο (για ρούχα) [μπουγαδιάζω]
1. αυτός που δεν μπουγαδιάστηκε, δεν περιχύθηκε με αλισίβα
2. άπλυτος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”